- ἄδεκτος
- ἄδεκτοςnot receptivemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδεκτος — και άδεχτος η, ο (Α ἄδεκτος, ον) [δέχομαι] αυτός που δεν γίνεται ή δεν έγινε δεκτός αρχ. ο μη ικανός να δεχτεί ή να αποκτήσει κάτι, ο ανεπίδεκτος … Dictionary of Greek
ἄδεκτον — ἄδεκτος not receptive masc/fem acc sg ἄδεκτος not receptive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέκτοις — ἄδεκτος not receptive masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέκτους — ἄδεκτος not receptive masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέκτων — ἄδεκτος not receptive masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεκτα — ἄδεκτος not receptive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεκτε — ἄδεκτος not receptive masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεκτοι — ἄδεκτος not receptive masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεχτος — και ανάδεχος, η, ο ο άδεκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + δέχομαι. Ο τύπος ανάδεχος με διπλή άρνηση: αν ά δεχος] … Dictionary of Greek
ԱՆԸՆԴՈՒՆԱԿ — ( ) NBH 1 0148 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 12c ա. ἅδεκτος, ἁμέτοχος incapax, expers Որ չէ՛ ընդունակ. անկցորդ. անբաժ. անտեղի տալի. տեղիք չտուօղ, անյարմար. ... *Հրեշտակք անկցորդք են եւ անընդունակ ամենայն ախտի. Փիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)